ὀθονιακός

ὀθονιακός
ὀθον-ιακός, ,
A dealer in ὀθόνη, POxy.933.33 (ii A. D.), IGRom.4.246 (Alexandria Troas), PLips.39.3 (iv A. D.), Dig.50.4.18.12.
II -κόν, τό, tax on cloth,

πραγματευτὴς ὀθονιακοῦ Sammelb. 5941.3

(vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οθονιακός — ὀθονιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀθονιακός ο έμπορος υφασμάτων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”